Ολόκληρα τετράγωνα τα οποία είχαν κατεδαφιστεί από τα ισραηλινά πυρά στον πόλεμο του 2006 ανοικοδομούνται με χρήματα της ισλαμικής οργάνωσης, γυναίκες με μαντίλα ή μπούργκα συνοδεύουν τα παιδιά τους στο μεντρεσέ και άντρες με στολές παραλλαγής ρίχνουν εχθρικές ματιές. Φτώχεια, λάσπη, σκόνη, κτίρια με κρατήρες δίπλα στα γιαπιά. Ανθρωποι σακατεμένοι ή με ουλές. Δεν σταματάμε εκεί. Πάμε κατ’ ευθείαν στο παλαιό στρατόπεδο Σάμπρα – Σατίλα όπου σφαγιάστηκαν το 1982 εκατοντάδες -ίσως και χιλιάδες- άμαχοι Παλαιστίνιοι από Φαλαγγίτες και Ισραηλινούς. Απέξω, ο βόμβος μιας λαϊκής αγοράς με ρούχα-μαϊμούδες Ντόλτσε ε Γκαμπάνα, σαγιονάρες και σιροπιαστά γλυκά.

 

Αντί μνημείου μια μικρή στήλη, με ξεραμένα στεφάνια, στη μέση ενός άδειου οικοπέδου. Μια γάτα κυνηγάει κότες και κάποιος έχει στήσει δίπλα μια παράγκα. Κάτω από τα πόδια μας η γη καίει, σχεδόν βράζει. Είναι ένας ομαδικός τάφος που σκάφτηκε από μπουλντόζες οι οποίες πετούσαν μέσα τα πτώματα. Οσο κι αν έχεις διαβάσει Ρόμπερτ Φισκ ή Αμιν Μααλούφ, τίποτα δεν σε προφυλάσσει από τη λαβωμένη σάρκα της πόλης. Ούτε ο διακεκριμένος ανταποκριτής της «Ιντιπέντεντ» και μόνιμος κάτοικος Βηρυτού ούτε ο γνωστός Λιβανέζος συγγραφέας ούτε άλλα διαβάσματα και διηγήσεις. Ισως ο θρήνος της Φαϊρούζ να σε προϊδεάζει για το ότι έρχεσαι αντιμέτωπος με το ωστικό κύμα μιας σαρωτικής πραγματικότητας. Αναπάντεχο, αμείλικτο, ξένο προς το δυτικό μας πετσί.

 

Αποκαλυπτικό

Ο λόγος της παρθενικής επίσκεψης στο άλλοτε Παρίσι της Ανατολής ήταν να παρακολουθήσουμε εκείνο το βράδυ (της 23ης Σεπτεμβρίου) μια θεατρική παράσταση για τη σύγχρονη Βηρυτό από τον ελληνικό θίασο του Τρένου στο Ρουφ, που ανέβηκε με τη βοήθεια του πρέσβη μας στον Λίβανο, Πάνου Καλογερόπουλου. Ομως, η μύηση στην αληθινή πόλη προηγήθηκε της θεατρικής σκηνής κι έτσι το έργο μάς φάνηκε τουλάχιστον αποκαλυπτικό. Τίτλος του «Το κολιέ της Ελένης» και συγγραφέας του, η Γαλλοκαναδή Καρόλ Φρεσέτ, η οποία πραγματεύεται ακριβώς αυτό: το βαρύ χαστούκι που τρώει ο ανυποψίαστος ξένος, ο τουρίστας, ο επιδερμικά ανοιχτόμυαλος και κοσμοπολίτης, ο οποίος αφήνει την καθημερινότητά του και βλέπει τελικά από κοντά την επούλωση των τραυμάτων του πολέμου, της σύγκρουσης των θρησκειών, των πολιτικών ιδεολογιών, του χθες και του αύριο σε μια πόλη που τα συσπειρώνει όλα, τη Βηρυτό.

 

Η παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2009. Η «ψυχή» του Τρένου στο Ρουφ, Τατιάνα Λύγαρη, αναζητούσε ένα έργο που να μη χρειάζεται πολλούς ηθοποιούς ώστε να ταιριάζει στον χώρο του μικρού θεάτρου και να είναι φορτισμένο από μηνύματα. Από μια σύμπτωση, κατέληξε στη Φρεσέτ, που έγραψε το «Κολιέ της Ελένης» μετά ένα σύντομο ρέζιντενσι στη Βηρυτό. Μια μεσήλικη γυναίκα που βρίσκεται στον Λίβανο για κάποιο συνέδριο, χάνει το μικρό αγαπημένο της κολιέ. Καθυστερεί το ταξίδι της επιστροφής και περιπλανιέται στην πόλη, σε σημεία όπου στάθηκε αναζητώντας το κόσμημα που έχασε. Ψάχνοντας, γνωρίζει διαδοχικά τρεις Λιβανούς που έχουν χάσει πολύ σημαντικότερα πράγματα. Ο πρώτος, το σπίτι του από τους βομβαρδισμούς. Η δεύτερη, τον γιο της από τα πυρά ενός ελεύθερου σκοπευτή και ο τρίτος, την πατρίδα και την αξιοπρέπειά του, καθώς ζει σε προσφυγικό στρατόπεδο. Η απώλεια του κοσμήματος κονιορτοποιείται μπροστά στην οδύνη του άλλου, του άγνωστου μα και τόσο κοντινού για να αναδυθεί η συμπόνια. Το αποτέλεσμα είναι η βίαιη αλλαγή των ιεραρχιών: από το υλικό στο άυλο, από τη σιγουριά στο εφήμερο, από το ατομικό στο συλλογικό, από τη νάρκωση στην πραγματική ζωή.

 

Το κέλυφος της Ελένης σπάει μπροστά στις αληθινές τραγωδίες και η ίδια αντιλαμβάνεται τη γελοιότητα, το ασήμαντο των προβλημάτων που έχουν οι κάτοικοι των προνομιούχων πόλεων του πλανήτη. Για να μην ξεχνάμε τον Φισκ, «η Βηρυτός είναι ένα μέρος που ανασταίνεται, πεθαίνει και μετά ανασταίνεται ξανά», διδάσκοντας μαθήματα για τη ζωή και το φθηνό της αντίτιμο, το δηλητηριώδες καταφύγιο της θρησκείας και της πολιτικής, τις ανακατατάξεις του βίου. Δεν θα υπήρχε πιο κατάλληλος τόπος για να συζητήσει κανείς επί της ουσίας όλα αυτά τα θέματα, που εμείς απλώς τα βλέπουμε για μερικά δεύτερα στα δελτία ειδήσεων. Παρόντες στην παράσταση, όπου εκτός από την Λύγαρη με την άρτια υποκριτική της εμφανίστηκαν ο εξαιρετικός Βαγγέλης Ρόκκος σε πολλούς διαφορετικούς ρόλους και η ταλαντούχα Ανατολή Αθανασιάδου, ήταν πολλά μέλη της ελληνικής ομογένειας της Βηρυτού, που κάποτε άκμαζε και τώρα απαρτίζεται από 3 – 4 χιλιάδες άτομα. Κομψοί, με μια παλιά αίσθηση αρχοντιάς και ευπρέπειας, εκλεπτυσμένοι και γλωσσομαθείς, οι Ελληνες της Βηρυτού κρατούν υπερήφανα το δικό τους μετερίζι. Κοντά τους βρίσκεται ο πρέσβης που βοήθησε σημαντικά για να ταξιδέψει η παράσταση στον Λίβανο. Απο τις 12 Νοεμβρίου, το έργο θα παρουσιάζεται με την ίδια διανομή και στην Αθήνα.

 

Το αρχαιολογικό μουσείο στη δίνη του πολέμου

Η βόλτα στη Βηρυτό έκλεισε με μια επίσκεψη στο αρχαιολογικό της μουσείο, που για κακή του τύχη βρέθηκε στο σταυροδρόμι των αντιπάλων του εμφυλίου: πάνω στον οδικό άξονα που χώριζε την ανατολική από τη δυτική πόλη ή τους χριστιανούς από τους μουσουλμάνους. Οι εμπόλεμοι δεν το σεβάστηκαν. Οι αρχαιολόγοι κατάφεραν να προστατεύσουν κάποια μεγάλα γλυπτά (σαρκοφάγους, κούρους κ.λπ.) φτιάχνοντας ένα προστατευτικό κέλυφος απο σκυρόδεμα που έσπασε μόλις ήρθε η ειρήνη, για να αποκαλύψει και πάλι τους αρχαίους θησαυρούς. Μικρότερα αντικείμενα, όμως, καταστράφηκαν από την υγρασία στο υπόγειο, τις φωτιές, τις αρπαγές και το λαθρεμπόριο. Σήμερα, το επιβλητικό κτίριο που είχε παραμορφωθεί από τις οβίδες και τις σφαίρες, βρήκε την παλαιά του λάμψη και στο εσωτερικό του στεγάζει φοινικικά, ελληνικά και ελληνιστικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά εκθέματα φτάνωντας έως τους Μαμελούκους. Μόνο το δάπεδο δεν έχει αντικατασταθεί. Είναι γεμάτο ρωγμές, σημάδια απο πυρκαγιά, υγρασία, φθορές, ένα μωσαϊκό από βάσανα. Δεν έχει σημασία. «Ο Λίβανος μοιάζει με το ταμπουλέ», μας είπε στην έξοδο η ξεναγός, «έχει μέσα δεκάδες συστατικά αλλά η γεύση του είναι υπέροχη».